Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραπόρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραπόρτο το [rapórto] Ο39 : (προφ.) αναφορά, μήνυμα: Στέλνω / δίνω ~.

[ιταλ. rapporto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες