Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραπτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραπτικός -ή -ό [raptikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το ράψιμο, που αναφέρεται σε αυτό: Ραπτική μηχανή, η ραπτομηχανή. ~ οίκος. 2. (ως ουσ.) α. η ραπτική*. β. τα ραπτικά, η αμοιβή του ράφτη ή της μοδίστρας για το ράψιμο ενδύματος· ραφτικά.

[λόγ. < ελνστ. ῥαπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες