Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραπάνι το [rapáni] & ρεπάνι το [repáni] Ο44α : ονομασία διάφορων φυτών με σαρκώδη τραγανή ρίζα και η ίδια η ρίζα τους, η οποία τρώγεται ως ορεκτικό ή σαλάτα: Kόκκινα / άσπρα ραπάνια.
ραπανάκι το & ρεπανάκι το YΠΟKΟΡ για τις μικρές κόκκινες ρίζες ορισμένης ποικιλίας, που τρώγονται ως ορεκτικό. [μσν. *ραπάνι (πρβ. μσν. ρεπάνι) < ελνστ. ῥαπάνιον υποκορ. του αρχ. *ῥάπανος, ῥάφανος· μσν. ρεπάνι < ελνστ. *ῥεπάνιον (πρβ. ελνστ. ῥαπάνιον)]