Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραντισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραντισμός ο [randizmós] Ο17 : η ενέργεια του ραντίζω· ράντισμα· (πρβ. ψεκασμός).

[λόγ. < ελνστ. ῥαντισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες