Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραντεβού το [randevú] Ο (άκλ.) : συνάντηση προσώπων που γίνεται ύστε ρα από προηγούμενη συνεννόηση: Ερωτικό / επαγγελματικό ~. Kλείνω / ματαιώνω ένα ~. Δώσαμε ~ για αύριο στις 5.30 το απόγευμα στο γραφείο του. Ο γιατρός δέχεται μόνο με ~. Tης εξομολογήθηκε τον ερωτά του από το πρώτο ~. ΦΡ είναι Εγγλέζος* στα ~ του.
ραντεβουδάκι το YΠΟKΟΡ για ερωτικό ραντεβού. [λόγ. < γαλλ. rendez-vous· ραντεβ(ού) -ουδάκι]