Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραμφίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραμφίζω [ramfízo] Ρ2.1α : (για πουλιά) χτυπώ ή τσιμπώ με το ράμφος.

[λόγ. ράμφ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες