Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραμολιμέντο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραμολιμέντο το [ramoliménto] Ο39 : (προφ., συνήθ. μειωτ.) ραμολί.

[λόγ. < ιταλ. rammollimento `μαλάκυνση των οργάνων΄ με ταύτιση της σημ. προς το ραμολί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράμπα 1 η [rámba] Ο25 : α.κεκλιμένο επίπεδο για την ευκολότερη προσπέλαση από ένα χαμηλότερο οριζόντιο επίπεδο σε ένα άλλο υψηλότερο. β. ειδική κατασκευή σε συνεργεία αυτοκινήτων που επιτρέπει τον έλεγχο και τις επισκευές στο κάτω μέρος τους. γ. μηχάνημα για την ανύψωση αυτοκινήτου μέρος του οποίου πρόκειται να επισκευαστεί.

[ιταλ. rampa]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράμπα 2 η : το μπροστινό τμήμα του δαπέδου θεατρικής σκηνής όπου είναι τοποθετημένα σε σειρά τα φώτα που φωτίζουν τους ηθοποιούς: Kάθε απόμαχος ηθοποιός νοσταλγεί τα φώτα της ράμπας. || (έκφρ.) περνάει τη ~, για ηθοποιό ή παράσταση που έχει απήχηση στους θεατές.

[λόγ. < γαλλ. ramp(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες