Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραλίστας ο [ralístas] Ο3 : αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ράλι: Aπό τους δύο Έλληνες ραλίστες ο ένας εγκατέλειψε στο μέσο της διαδρομής. || (προφ., ειρ.) οδηγός αυτοκινήτου που, για λόγους επίδειξης, αναπτύσσει επικίνδυνα μεγάλη ταχύτητα.
[ράλ(ι) -ίστας]