Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακοπότηρο το [rakopótiro] Ο41 : μικρό ποτήρι για ρακί· ποτήρι του ούζου.
[ρακ(ί) -ο- + ποτήρ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακόρ 1 το [rakór] Ο (άκλ.) : (τεχν.) μικρό κομμάτι σωλήνα με κοχλιώσεις που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση μεταλλικών σωλήνων ή ράβδων.
[λόγ. < γαλλ. raccord]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακόρ 2 το : (κινημ.) το ομαλό πέρασμα από ένα πλάνο σε άλλο.
[λόγ. < γαλλ. raccord]