Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρακένδυτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρακένδυτος -η -ο [rakénδitos] Ε5 : που φορά κουρελιασμένα ρούχα· κουρελιάρης: Ρακένδυτοι και βρόμικοι ζητιάνοι περιφέρονταν στο σταθμό.

[λόγ. ράκ(ος) + αρχ. ἐνδυτ(ός) `ντυμένος΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες