Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραιβοποδία η [revopoδía] Ο25 : (ιατρ.) συγγενής ή επίκτητη δυσμορφία κατά την οποία τα πόδια στηρίζονται στην έξω πλευρά του πέλματος· (πρβ. ραιβοσκελία). ANT βλαισοποδία.
[λόγ. ραιβ(ός) -ο- + ποδ- (αρχ. ποῦς) -ία]