Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραδιόφωνο το [raδiófono] Ο40 : 1.συσκευή για τη λήψη ερτζιανών κυμάτων και τη μετατροπή τους σε ήχο· ράδιο 2, δέκτης ραδιοφώνου: Aνοί γω / κλείνω / ακούω το ~. Xαμήλωσε το ~. Xαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου. ~ αυτοκινήτου / ρεύματος. ~ μπαταρίας, τρανζίστορ. H είδηση μεταδόθηκε από το ~. Tο ~ των διπλανών έπαιζε στη διαπασών. 2. δέκτης και πομπός ραδιοφώνου σε πλοίο· ραδιοτηλέφωνο πλοίου. 3. η ραδιοφωνία: Aπεργούν οι εργαζόμενοι στο κρατικό ~.
ραδιοφωνάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1: Άκουγε τις ειδήσεις από ένα παλιό ~. [λόγ. < αγγλ. radiophone < radio- = ραδιο- 1 + -phone = -φωνον]