Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραδιούργος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραδιούργος -α -ο [raδiúrγos] Ε4 : που ραδιουργεί· δολοπλόκος, μηχανορράφος: Ραδιούργοι μυστικοσύμβουλοι υπέσκαπταν το κύρος του βασιλιά.

[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργός, αρχ. σημ.: `αδίσταχτος΄ με μετακ. τόνου κατά το πανούργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες