Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραδιοφωνικός -ή -ό [raδiofonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ραδιοφωνία ή με το ραδιόφωνο ή που μεταδίδεται μέσο ραδιοφώνου: Επίσημος / κρατικός / ιδιωτικός / ερασιτεχνικός ~ σταθμός, ραδιοσταθμός. Ραδιοφωνική εκπομπή / ανακοίνωση / αναμετάδοση μιας συναυλίας. Ραδιοφωνικές ειδήσεις / διαφημίσεις. Ραδιοφωνικό πρόγραμμα.
ραδιοφωνικά ΕΠIΡΡ: Ο αγώνας θα καλυφθεί μόνο ~. [λόγ. < γαλλ. radiophonique < radiophon(ie) = ραδιοφων(ία) -ique = -ικός]