Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραδιοτηλέφωνο το [raδiotiléfono] Ο40 : τηλέφωνο που λειτουργεί με ερτζιανά κύματα· ασύρματο τηλέφωνο: Tαξί εφοδιασμένο με ~, ραδιοταξί. Tο ~ ενός αστυνομικού αυτοκινήτου.
[λόγ. < αγγλ. radiotelephone < radio- = ραδιο- 1 + telephone = τηλέφωνον]