Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραδιοπειρατής ο [raδiopiratís] Ο7 : αυτός που, χωρίς να έχει την άδεια δημόσιας αρχής, ασχολείται με τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού· παράνομος ραδιοερασιτέχνης.
[λόγ. ραδιο- 1 + πειρατής]