Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραδίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραδίκι το [raδíki] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : κοινή ονομασία για ορισμένα είδη χόρτων, συνήθ. αυτοφυών, που τα βράζουμε και τα τρώμε σαλάτα: Πικρά / άγρια / ήμερα ραδίκια. Ραδίκια του βουνού.

[μσν. ραδίκι < ιταλ. αρσ. radicchio, πληθ. radicchi που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες