Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραγού το [raγú] & ραγκού το [ragú] Ο (άκλ.) : είδος φαγητού από κομμάτια κρέατος και λαχανικά βρασμένα μαζί σε σάλτσα με πολλά καρυκεύματα και ως επίθ.: Mοσχάρι με πατάτες ~.
[λόγ. < γαλλ. ragoût (ορθογρ. δαν.)· λόγ. < γαλλ. ragoût]