Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραγδαίος -α -ο [raγδéos] Ε4 : α.που εκδηλώνεται, που γίνεται κτλ. αιφνιδιαστικά και με μεγάλη δύναμη, ορμή· σφοδρός: Ραγδαία βροχή, άφθο νη και δυνατή. Ραγδαία επίθεση, βίαιη και ορμητική. β. που εκδηλώνεται, γίνεται, εξελίσσεται κτλ. με ένα ρυθμό ταχύτατο και ορμητικό, έτσι που σύντομα να φτάνει σε ένα ανώτατο όριο: H ραγδαία πρόοδος της τεχνολογίας. H ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού. Ραγδαία πτώση των τιμών / άνοδος των μετοχών. Ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις.
ραγδαία ΕΠIΡΡ: Bρέχει ~. Εξελίσσεται ~. [λόγ. < αρχ. ῥαγδαῖος `βίαιος΄]