Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραγάδα η [raγáδa] Ο26 : μικρή σχισμή, γραμμοειδής ρωγμή σε επιφάνεια και ειδικότερα στο δέρμα: Οι ραγάδες γύρω από τη θηλή του μαστού γυναίκας που θηλάζει. Ραγάδες του πρωκτού.
[λόγ. < ελνστ. ῥαγάς, αιτ. -άδα, αρχ. σημ.: `σχισμή στο έδαφος΄]