Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραβδίζω [ravδízo] -ομαι Ρ2.1 : χτυπώ με ραβδί. || (ειδικότ.) χτυπώ με μακρύ ραβδί τα κλαδιά ενός δέντρου για να πέσουν κάτω οι καρποί του· (πρβ. τινάζω): ~ τις αμυγδαλιές / τις ελιές.
[αρχ. ῥαβδίζω]