Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραβδί
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδί το [ravδí] Ο43 : μακρύ και κυλινδρικό ξύλο που το κρατάμε στο χέ ρι, συνήθ. για στήριγμα, για πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης ή για οποια δήποτε άλλη χρήση· (πρβ. ράβδος, μπαστούνι, μαγκούρα): Mαγικό* ~. ραβδάκι το YΠΟKΟΡ: Mαγικό* ~.

[μσν. ραβδί < ελνστ. ῥαβδίον υποκορ. του αρχ. ῥάβδος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδίζω [ravδízo] -ομαι Ρ2.1 : χτυπώ με ραβδί. || (ειδικότ.) χτυπώ με μακρύ ραβδί τα κλαδιά ενός δέντρου για να πέσουν κάτω οι καρποί του· (πρβ. τινάζω): ~ τις αμυγδαλιές / τις ελιές.

[αρχ. ῥαβδίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδίο το [ravδío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ., φυσιολ.) είδος φωτοευαίσθητων κυττάρων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού, που είναι υπεύθυνα για τη διάκριση ασπρόμαυρων εικόνων· (πρβ. κωνίο).

[λόγ. < ελνστ. ῥαβδίον (δες ραβδί) σημδ. αγγλ. rod]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράβδισμα το [rávδizma] Ο49 : η ενέργεια του ραβδίζω· (πρβ. ραβδισμός). || (ειδικότ.) χτύπημα των κλαδιών ενός δέντρου με ραβδί για να πέσουν κάτω οι καρποί του· (πρβ. τίναγμα): Tο ~ των ελιών θέλει και δύναμη και τέχνη.

[μσν. ράβδισμα < ραβδισ- (ραβδίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδισμός ο [ravδizmós] Ο17 : δαρμός ή χτύπημα με ραβδί, κυρίως ως βασανιστήριο: Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν το ραβδισμό ως απλή πειθαρχική ποινή. Tιμωρήθηκε με δέκα ραβδισμούς.

[λόγ. < ελνστ. ῥαβδισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδιστήρι το [ravδistíri] Ο44 & ραβδιστήρα η [ravδistíra] Ο25α : μακρύ ραβδί με το οποίο ραβδίζουν τα δέντρα. || ραβδί, ράβδος (για δαρμό).

[ραβδισ- (ραβδίζω) -τήρι· ραβδιστήρ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδιστής ο [ravδistís] Ο9 : (λαϊκότρ.) ο εργάτης γης που ραβδίζει τα δέντρα για να πέσουν κάτω οι καρποί τους: Οι ραβδιστάδες κι οι μαζώχτρες γυρνούσαν από τους ελαιώνες.

[ελνστ. ῥαβδιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες