Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραβασάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβασάκι το [ravasáki] Ο44α : α.ερωτική επιστολή, σημείωμα (που στέλνεται κρυφά): Kαθημερινά έβρισκε κάτω από την πόρτα της ανώνυμα ραβασάκια που υμνούσαν την ομορφιά της. Mια μέρα πήρε ένα γράμμα, ~ θα ήτανε, σε χαρτί μυρωδάτο. β. (οικ., συνήθ. ειρ.) σύντομο γραπτό μήνυμα, συνήθ. με δυσάρεστο (προειδοποιητικό, απειλητικό κτλ.) περιεχόμενο για τον παραλήπτη: Mου ΄στειλε ~ να ξοφλήσω τα χρωστούμενα.

[μσν.(;) ραβάσ(ιν) υποκορ. -άκι < σλαβ. ravaš -ιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες