Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραβί
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβί ο [raví] Ο (άκλ.) : εβραϊκός τίτλος και προσφώνηση εκείνου που διδάσκει και ερμηνεύει το μωσαϊκό νόμο: Στο Kατά Λουκάν Ευαγγέλιο, ο Xριστός δεν προσφωνείται με το εβραϊκό «ραβί» αλλά με την ελληνική του απόδοση «δάσκαλε».

[λόγ. < ελνστ. ῥαββί < εβρ. rabbī `αφέντη μου΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβινικός -ή -ό [ravinikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους ραβίνους: Ραβινική διδασκαλία. || (ειδικότ.): Ραβινικό αλφάβητο, το εβραϊ κό αλφάβητο.

[λόγ. ραβίν(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβίνος ο [ravínos] Ο18 : θρησκευτικός λειτουργός των Εβραίων.

[ισπαν. rabino ή λόγ. < ιταλ. rabbino (ορθογρ. δαν.) < μσνλατ. rabbinus < υστλατ. rabbi < ελνστ. ῥαββί (δες στο ραβί)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβιόλια τα [ravjóla] Ο44α : είδος ζυμαρικού που περιέχει κρέας και καρυκεύματα: Iταλικά ~.

[ιταλ. αρσ. raviolo, πληθ. ravioli που θεωρήθηκε ουδ. εν. (το ραβιόλι > τα ραβιόλια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες