Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίψασπις ο [rípsaspis] Ο γεν. ριψάσπιδος, αιτ. ρίψασπι, πληθ. ριψάσπιδες, γεν. ριψασπίδων : (λόγ.) αυτός που στη μάχη πετά τα όπλα του και τρέπεται σε φυγή από δειλία ή, γενικότερα, αυτός που από δειλία εγκαταλείπει έναν αγώνα.
[λόγ. < αρχ. ῥίψασπις]