Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίφι το [rífi] Ο44α : (λαϊκότρ.) μικρό κατσίκι, κατσικάκι, ερίφιο.
[μσν. ρίφιν < ερίφιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐρίφιον υποκορ. του αρχ. ἔριφος ὁ, ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριφιφήδες οι [rififíδes] Ο8 : κλέφτες που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του ριφιφί.
[πληθ. του ριφιφής < ριφιφ(ί) -ής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριφιφί το [rififí] Ο (άκλ.) : μέθοδος διάρρηξης και κλοπής κατά την οποία οι δράστες μπαίνουν σε ένα οίκημα από άνοιγμα που το σκάβουν στον τοίχο άλλου εφαπτόμενου κτίσματος.
[γαλλ. rififi από τίτλο κινηματογραφικού έργου βασισμένου σε μυθιστόρημα του Le Breton]