Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρίξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρίξιμο το [ríksimo] Ο50 : η ενέργεια του ρίχνω, και ιδιαίτερα: α. η ενέργεια κατά την οποία αφήνουμε ή σπρώχνουμε κτ. για να πέσει με το βάρος του· (πρβ. ρίψη, ριξιά). β. γκρέμισμα: Tο ~ του τοίχου. γ. (λαϊκ.) εξαπάτηση: Tέτοιο ~ δεν το περίμενα από σένα.

[ριξ- (ρίχνω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες