Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίμελ το [rímel] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού σε υγρή μορφή που χρησιμοποιείται στο μακιγιάζ των ματιών, ιδίως για να τονιστεί το περίγραμμά τους.
[λόγ. < γαλλ. Rimmel σήμα κατατ. (η αλλ. της θέσης του τόνου από ορθογρ. δαν.)]