Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίμα η [ríma] Ο25 : 1.ομοιοκαταληξία: Πλούσια ~. 2. ομοιοκατάληκτα δημώδη ή λαϊκά αυτοσχέδια δίστιχα: Kρητικές ρίμες.
[ιταλ. rima < γαλλ. rime < παλ. γαλλ. *rîm `τάξη, σειρά΄ ίσως με επίδρ. του μσνλατ. rhythmus `στίχος΄ < λατ. rhythmus `ρυθμός, αρμονία΄ < αρχ. ῥυθμός `επαναλαμβανόμενη κίνηση, χρόνος στο χορό΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριμάδα η [rimáδa] Ο25α : δημώδες ποίημα από ομοιοκατάληκτα δίστιχα.
[βεν. *rimada (< rima δες ρίμα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριμαδόρος ο [rimaδóros] Ο18 : αυτός που έχει την ικανότητα και συνθέτει (ιδ. κατ΄ επάγγελμα) αυτοσχέδιους, ομοιοκατάληκτους στίχους με επίκαιρο, σκωπτικό περιεχόμενο, τους οποίους ο ίδιος απαγγέλλει ή τραγουδά δημόσια· (πρβ. ποιητάρης).
[βεν. *rimador (< rima δες ρίμα) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριμάριο το [rimário] Ο42 : κατάλογος, γλωσσάριο ομοιοκατάληκτων λέξεων (φράσεων ή στίχων): Tο ~ ενός ποιητή.
[λόγ. < ιταλ. rimario]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριμάρω [rimáro] Ρ6α : (για στίχους ποιήματος, λέξεις) ομοιοκαταληκτώ.
[ιταλ. rimar(e) -ω]