Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρίζωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρίζωμα το [rízoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ριζώνω. 1α. η απόκτηση, η εκβλάστηση ριζών. β. το σύνολο των ριζών ενός φυτού. || (ειδικότ.) υπόγειος βλαστός που έρπει, με τον οποίο πολλαπλασιάζονται ορισμένα πολυετή φυτά. 2. (μτφ.) α. το να αποκτά κάποιος σταθερούς και μόνιμους δεσμούς με τόπο ή με περιβάλλον. β. το να γίνεται κτ. μόνιμο, αναπόσπαστο από κάπου: Tο ~ των ιδεών.

[αρχ. ῥίζωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες