Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίγανη η [ríγani] Ο32 : α.μικρός αυτοφυής θάμνος με έντονο άρωμα. β. τα τριμμένα ξερά άνθη της ρίγανης που χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική: Nα βάλω λίγη ~ στη σαλάτα; Πατάτες στο φούρνο με ~. ΦΡ βάλ΄ του ~, για ανεπανόρθωτο κακό ή για δήλωση αδιαφορίας ή υποτίμησης. κολοκύθια* με τη ~.
[μσν. *ρίγανη (πρβ. μσν. αρίγανη) < αρχ. ἡ ὀρίγαν(ος) μεταπλ. -η επειδή παρέμεινε θηλ. και αποβ. αρχικού άτ. φων.]