Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίγα η [ríγa] Ο25 : 1α.ευθεία γραμμή χαραγμένη στην επιφάνεια χαρτιού: Tετράδιο με ρίγες. β. ευθεία ράβδωση πάνω σε ύφασμα κτλ. σε διαφορετικό χρωματισμό: Λεπτές / φαρδιές ρίγες. Άσπρη μπλούζα με οριζόντιες μπλε ρίγες. 2. (παρωχ.) λεπτό επίμηκες και ευθύ κομμάτι από ξύλο, σίδερο κτλ., που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών· χάρακας.
[μσν. ρίγα < ιταλ. riga]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριγανάτος -η -ο [riγanátos] Ε3 : (για φαγητό) που έχει τη ρίγανη ως βασικό του μυρωδικό: Εντόσθια / συκωτάκια ριγανάτα. || (ως ουσ.) το ριγανάτο, είδος φαγητού με κρέας που έχει ως βασικό του συστατικό τη ρίγανη.
[ρίγαν(η) -άτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρίγανη η [ríγani] Ο32 : α.μικρός αυτοφυής θάμνος με έντονο άρωμα. β. τα τριμμένα ξερά άνθη της ρίγανης που χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική: Nα βάλω λίγη ~ στη σαλάτα; Πατάτες στο φούρνο με ~. ΦΡ βάλ΄ του ~, για ανεπανόρθωτο κακό ή για δήλωση αδιαφορίας ή υποτίμησης. κολοκύθια* με τη ~.
[μσν. *ρίγανη (πρβ. μσν. αρίγανη) < αρχ. ἡ ὀρίγαν(ος) μεταπλ. -η επειδή παρέμεινε θηλ. και αποβ. αρχικού άτ. φων.]