Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρήμαγμα το [rímaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρημάζω· (πρβ. ερήμωση, καταστροφή, φθορά): Οι παλαιότερες κυβερνήσεις ευθύνονται για το ~ της υπαίθρου από τη μετανάστευση, για την οικονομική καταστροφή και την ερήμωση.
[ρημακ- (ρημάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]