Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέπω [répo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : εκδηλώνω τάση προς κτ., συνήθ. κακό, από συνήθεια ή από φυσική προδιάθεση· είμαι επιρρεπής: Ρέπει στο ψέμα / στην απάτη / στη δεισιδαιμονία.
[λόγ. < αρχ. ῥέπω]