Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέντα η [rénda] Ο25α : (προφ.) η εύνοια της τύχης, συνήθ. σε τυχερά παιχνίδια. ANT γκίνια: ~ είναι αυτή! ούτε μια φορά δεν έχασε! (έκφρ.) έχω ~: α. είμαι τυχερός. β. βρίσκομαι σε κατάσταση ευεξίας και ετοιμότητας, όσον αφορά την ικανότητά μου να γίνομαι ευχάριστος και διασκεδαστικός σε μια παρέα· (πρβ. έχω κέφι / είμαι σε φόρμα).

[ίσως μσν. ρέντα `εισόδημα΄ < γαλλ. rent(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες