Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέμβη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέμβη η [rémvi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η κατάσταση εκείνου που ρεμβάζει· ρεμβασμός: Ώρες ρέμβης. Mελαγχολική / στοχαστική ~.

[λόγ. < αρχ. ῥέμβη `περιπλάνηση του μυαλού΄ σημδ. γαλλ. rêverie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες