Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέμβη η [rémvi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η κατάσταση εκείνου που ρεμβάζει· ρεμβασμός: Ώρες ρέμβης. Mελαγχολική / στοχαστική ~.
[λόγ. < αρχ. ῥέμβη `περιπλάνηση του μυαλού΄ σημδ. γαλλ. rêverie]