Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέμα το [réma] Ο48 : μικρός χείμαρρος με ανώμαλη κοίτη και ορμητική ροή· (πρβ. ρεματιά): Tα ρέματα που υπάρχουν ακόμα στις φτωχογειτονιές αποτελούν σοβαρές εστίες μολύνσεως. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ~.

[μσν. ρέμα < αρχ. ῥεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεμάλι το [remáli] Ο44α : για άνθρωπο που δεν έχει καμιά αξία, άθλιο, αχρείο, ελεεινό, τιποτένιο κτλ: Ένα ~ είναι, που παράτησε οικογένεια και δουλειά και χαρτοπαίζει όλη μέρα. Tα ρεμάλια της ζωής / της κοινωνίας, οι απόβλητοι και ανάξιοι.

[τουρκ. remmal (από τα αραβ.) `μάντης από σχήματα στην άμμο΄ ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεματιά η [rematxá] Ο24 : στενό, μακρύ και βαθύ άνοιγμα σε ορεινό έδαφος, με ή χωρίς βλάστηση, μέσα στο οποίο κυλούν τα νερά χειμάρρου· (πρβ. ρέμα, φαράγγι): Tο μονοπάτι οδηγούσε σε μια σκοτεινή ~.

[ρεματ- (ρέμα) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες