Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέλι το [réli] Ο44 : 1.στενή και μακριά λουρίδα που ράβεται στην άκρη ενός υφάσματος για περισσότερη στερεότητα και προστασία: Για να μην ξεφτίσει το ύφασμα στερεώνετε το ~ με κρυφές βελονιές. || ανάλογη ταινία από χαρτί ή άλλο υλικό που προσαρμόζεται στην περίμετρο ενός μεγάλου φύλλου χαρτιού (π.χ. σχεδίου). 2. (ναυτ., πληθ.) το προστατευτικό κιγκλίδωμα που περιβάλλει το σκάφος: Zαλισμένος απ΄ τη φουρτούνα ακουμπούσε στα ρέλια.
[ιταλ. αρσ. reglio `ανεμόσκαλα με κυλινδρικά ξύλα για σκαλοπάτια΄, πληθ. regli που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρελιάζω [relázo] -ομαι Ρ2.1 : προσαρμόζω ρέλι1: ~ ένα ύφασμα / ένα φόρεμα, για να μην ξεφτίσει. ~ τα σχέδια, για να μη σχιστούν.
[ρέλ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέλιασμα το [rélazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρελιάζω.
[ρελιασ- (ρελιάζω) -μα]