Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέγομαι [réγome] Ρ3β : (λαϊκότρ.) επιθυμώ κτ. πολύ· ορέγομαι.
[μσν. *ρέγομαι (πρβ. μσν. ρέγω) < αρχ. ὀρέγομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. *ρέγομαι (πρβ. μσν. ρέγω) < αρχ. ὀρέγομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |