Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράψιμο το [rápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ράβω: Γερό / πρόχειρο ~. Bελόνα / μηχανή ραψίματος.
[ραψ- (ράβω) -ιμο (πρβ. μσν. ράψιμον `τα ραφτικά΄ ίδ. ετυμ.)]