Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράχη η [ráxi] Ο30 : 1α.το πίσω και πάνω μέρος του κορμού των ανθρώπων, από τον αυχένα ως τη μέση· πλάτη· (πρβ. νώτα): Έχω έναν πόνο στη ~. Στεκόταν όρθιος με τη ~ ακουμπισμένη στον τοίχο. (έκφρ.) γυρίζω / στρέφω τη ~ μου σε κπ., δείχνω περιφρονητική αδιαφορία: Πήγα να του μιλήσω κι αυτός μου γύρισε τη ~. Ο ποιητικός δημοτικισμός έστρεψε τη ~ του προς την καθαρεύουσα, για να αγκαλιάσει τη γλώσσα του λαού. φορτώνομαι / παίρνω κτ. στη ~ μου, παίρνω όλη την ευθύνη για κτ. δοκιμάζω κτ. στη ~ μου, υπομένω, υφίσταμαι άμεσα τις δυσάρεστες, επαχθείς συνέπειές του. || Έχει (εβδομήντα) χρόνια στη ~ του, είναι (εβδομήντα) χρόνων. β. το πάνω μέρος του κορμού των σπονδυλωτών: H ~ του αλόγου / του ψαριού. 2. κορυφογραμμή: Πίσω απ΄ τις ράχες των βουνών ρόδιζε η μέρα. 3. το τμήμα καθίσματος στο οποίο ακουμπά η πλάτη μας: H ~ της πολυθρόνας / του καναπέ / της καρέκλας. 4. επιφάνεια πράγματος που βρίσκεται στην αντίθετη προς την κύρια όψη πλευρά και που είναι λίγο ή πολύ κυρτή: H ~ του χεριού, η εξωτερική πλευρά της παλάμης. H ~ ενός βιβλίου, η στενή, εξωτερική πλευρά του βιβλίου όπου ενώνονται τα φύλλα του και όπου συνήθ. αναγράφεται ο τίτλος και ο συγγραφέας του.
ραχούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [μσν. ράχη < αρχ. ῥάχ(ις) -η· ράχ(η) -ούλα]