Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράφι το [ráfi] Ο44 : πλάκα από ξύλο ή από άλλο υλικό, συνήθ. επιμήκης, που είναι οριζόντια προσαρμοσμένη σε τοίχο ή σε έπιπλο και χρησιμεύει για την τοποθέτηση διάφορων αντικειμένων: Ξύλινα / μεταλλικά / κινητά / στενά / φαρδιά ράφια. Tα ράφια μιας βιβλιοθήκης / μιας ντουλάπας / μιας κουζίνας / μιας αποθήκης / ενός μαγαζιού. Kινητά / σταθερά ράφια μιας βιβλιοθήκης. Tο πάνω / το κάτω ~. ΦΡ μένω στο ~, (ειρ., συνήθ. για γυναίκα) μένω ανύπαντρος: Mε τις παραξενιές που έχει, θα μείνει στο ~.
ραφάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. raf -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφιδογραφία η [rafiδoγrafía] & ραφιγραφία η [rafiγrafía] Ο25 : σύστημα γραφής με ανάγλυφες κουκκίδες, το οποίο χρησιμοποιούν οι τυφλοί· γραφή μπράιγ.
[λόγ. ραφιδογράφ(ος), ραφιγράφ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφιδογράφος ο [rafiδoγráfos] & ραφιγράφος ο [rafiγráfos] Ο18 : συσκευή ραφιδογραφίας, γραφής μπράιγ.
[λόγ. < αρχ. ῥαφιδ- (ῥαφίς) `βελόνα΄ -ο- + -γράφος 2· σύντμ. του ραφιδογράφος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφινάρισμα το [rafinárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ραφινάρω.
[ραφινάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφινάρω [rafináro] -ομαι Ρ6 : α.καθαρίζω υγρό από ουσίες του ή από ξένες προσμείξεις για να γίνει διαυγές (και να αποβάλει μη αρεστή ιδιότητα)· λαμπικάρω, λαγαρίζω: ~ το λάδι. Ραφιναρισμένο λάδι, ραφινάτο, ραφινέ. || (σπανιότ., για άλλη ουσία): Ραφιναρισμένη ζάχαρη. β. (προφ., μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται περισσότερο λεπτό, κομψό· εκλεπτύνω, εξευγενίζω.
[ιταλ. raffinar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφινάτος -η -ο [rafinátos] Ε3 : α.(για υγρό) που είναι διαυγές και καθαρό από ουσίες, ξένες προσμείξεις που του δίνουν κάποια άλλη μη αρεστή ιδιότητα, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία· ραφιναρισμένος, ραφινέ, λαμπικαρισμένος. || (σπάν. για άλλη ουσία). β. (μτφ., για άνθρ. ή συμπεριφορά) εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένος κυρίως στην εξωτερική του μορφή· ραφινέ: H πρόοδος του πολιτισμού δεν περιόρισε την ανθρώπινη κακουργία· απλώς την έκανε πιο ραφινάτη.
[ιταλ. raffinato -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφινέ [rafiné] Ε (άκλ.) : ραφινάτος.
[λόγ. < γαλλ. raffiné]