Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράσπα η [ráspa] Ο25α : ξυλουργικό εργαλείο του χεριού που μοιάζει με τη λίμα, αλλά έχει μεγαλύτερα και πιο χοντρά δόντια από αυτήν· ξυλοφάγος.
[ιταλ. raspa]