Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράντζο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράντζο 1 το [rándzo] & ράντσο 1 το [rántso] Ο39 : πτυσσόμενο φορητό κρεβάτι· κρεβάτι εκστρατείας: Στρατιωτικό ~. Προσπάθεια να καταργηθούν τα ράντζα από τα νοσοκομεία.

[ιταλ. rancio `ναυτική κουκέτα΄ και ηχηροπ. [ts > dz] εξαιτίας του ριν. [n] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράντζο 2 το & ράντσο 2 το : αγρόκτημα κτηνοτρόφου στις HΠA.

[αγγλ. ranch -ο και ηχηροπ. [ts > dz] εξαιτίας του ριν. [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες