Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράμφος το [rámfos] Ο46 : α.το οξύ κεράτινο στόμα των πουλιών: Tο μακρύ ~ του πελαργού. Tο γαμψό και δυνατό ~ του αετού. Tα ρουθούνια στα πτηνά βρίσκονται συνήθως στη βάση του ράμφους. β. (μτφ., όταν περιγράφεται το σχήμα και τα μέρη ενός αντικειμένου) ό,τι προεξέχει προς τα εμπρός σαν ράμφος.
[λόγ. < αρχ. ῥάμφος]