Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράκος το [rákos] Ο46 : α.(λόγ.) ένδυμα φθαρμένο και σχισμένο σε πολλά μέρη ή κομμάτι σχισμένου παλιού υφάσματος· κουρέλι. β. (μτφ.) για πρόσωπο που βρίσκεται σε πλήρη ψυχική (και σωματική) κατάπτωση, εξουθένωση: H αποτυχία του τον έκανε ~ πραγματικό. Γίνομαι / καταντώ ~. ~ ηθικό. ~ ψυχικό και σωματικό.
[λόγ. < αρχ. ῥάκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακοσυλλέκτης ο [rakosiléktis] Ο10 θηλ. ρακοσυλλέκτρια [rakosiléktria] Ο27 : αυτός που, για βιοποριστικούς λόγους, ψάχνει και διαλέγει από τα σκουπίδια κάθε είδους αντικείμενα (χαρτιά, μπουκάλια κτλ.) για να τα πουλήσει.
[λόγ. ράκ(ος) -ο- + συλλέκτης μτφρδ. αγγλ. ragpicker· λόγ. ρακοσυλλέκ(της) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακούν το [rakún] Ο (άκλ.) : παμφάγο θηλαστικό που απαντά στην Aμερική με κύριο χαρακτηριστικό το μαύρο χρώμα γύρω από την περιοχή των ματιών.
[λόγ. < αγγλ. raccoon (από γλ. των Iνδιάνων)]