Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράθυμος -η -ο [ráθimos] Ε5 : α.(για κίνηση, ενέργεια) που γίνεται με ρυθμό αργό, τέτοιον που δείχνει έλλειψη διάθεσης για εργασία, δράση· νωθρός, νωχελικός, τεμπέλικος: Προχωρούσαν με αργές, ράθυμες κινήσεις. β. (για έμψ.) που από το ρυθμό των κινήσεών του φαίνεται ότι δεν έχει διάθεση για ενέργεια, δράση· νωθρός, οκνός: Έσερναν την άμαξα δυο ράθυμα βόδια.
ράθυμα ΕΠIΡΡ αργά και βαριεστημένα, αργά και νωχελικά ή τεμπέλικα. [αρχ. ῥᾴθυμος]