Παράλληλη αναζήτηση
67 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ράδιο 1 το [ráδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Στα 1895 το ζεύγος Kιουρί ανακάλυψε το ~. Iσότοπα του ραδίου. Ποσότητα ραδίου.
[λόγ. < νλατ. rad(ium) (στη νέα σημ.) -ιον < λατ. radi(us) `ακτίνα΄ -um]
- ράδιο 2 το : ραδιόφωνο. α. (οικ.) δέκτης ραδιοφώνου. ΦΡ ~ αρβύλα*. β. πομπός και δέκτης, ραδιοτηλέφωνο πλοίου.
[λόγ. < γαλλ. radio (ορθογρ. δαν. και παρετυμ. ράδιο 1) < λατ. radius `ακτίνα΄]
- ραδιο- 1 [raδio] & ραδιό- [raδió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ραδι- [raδi], σε μερικές περιπτώσεις όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία: ~ηλεκτρικός, ~τεχνία· ~αστρονομία, ~τηλεσκόπιο· ~θεραπεία, ~σκόπηση. || στην ακτινοβολία γενικότερα: ραδιαισθησία. || ραδιενέργεια. || στην ασύρματη επικοινωνία: ~τηλέγραφος, ραδιόφωνο. 2. στη ραδιοφωνία: ~πειρατής, ~τηλεόραση, ~τηλεοπτικός. || σε σύνθετα παρατακτικά ουσιαστικά δηλώνει συσκευή που αποτελεί συνδυασμό ραδιοφώνου και αυτού που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~ενισχυτής, ~κασετόφωνο, ~μαγνητόφωνο, ~πικάπ.
[λόγ. < διεθ. radi(o)- (< λατ. radius `ακτίνα΄) ως α' συνθ.: ραδιο-φωνία < γαλλ. radiophonie, ραδι-ενέργεια < γαλλ. radioactivité & αγγλ. radioactivity]
- ραδιο- 2 [raδio] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στη ραδιενέργεια. 1. (χημ.) με β' συνθετικό χημικό στοιχείο δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του: ~άνθρακας, ~ϊώδιο, ~κοβάλτιο, ~νάτριο. 2. (επιστ.) δηλώνει κλάδο της επιστήμης που αναφέρεται ως β' συνθετικό και που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας σ΄ αυτήν: ~βιολογία, ~γενετική, ~χημεία.
[λόγ. < διεθ. radio- = ραδιο- 11 (δες στο ραδιο-
1 ) ως α' συνθ.: ραδιο-λογία < γαλλ. radiologie]
- ραδιοαστρονομία η [raδioastronomía] Ο25 : κλάδος της αστρονομίας που στηρίζεται στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία των ουράνιων σωμάτων.
[λόγ. < αγγλ. radioastronomy < radio- = ραδιο- 1 + astronomy = αστρονομία]
- ραδιοβιολογία η [raδioviolojía] Ο25 : η μελέτη της επίδρασης των ραδιενεργών ακτινοβολιών στους βιολογικούς οργανισμούς.
[λόγ. < αγγλ. radiobiology < radio- = ραδιο- 2 + biology = βιολογία]
- ραδιογραμμόφωνο το [raδioγramófono] Ο42 : συνδυασμός ραδιοφώνου και γραμμοφώνου· (πρβ. ραδιοπικάπ).
[λόγ. < αγγλ. radiogrammo phone < radio- = ραδιο- 1 + grammophone = γραμμόφωνον]
- ραδιογράφημα το [raδioγráfima] Ο49 : ραδιοτηλεγράφημα.
[λόγ. ραδιο- 1 + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. radiogram]
- ραδιογραφία η [raδioγrafía] Ο25 : φωτογραφική καταγραφή του εσωτερικού ενός σώματος με ακτίνες X.
[λόγ. < γαλλ. radiographie < radio- = ραδιο- 1 + -graphie = -γραφία]
- ραδιογραφικός -ή -ό [raδioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ραδιογρα φία ή αναφέρεται σ΄ αυτήν: Ραδιογραφική εξέταση.
[λόγ. ραδιογραφ(ία) -ικός]