Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πώμα το [póma] Ο48 : τάπα, βούλωμα μπουκαλιού, φιάλης κτλ.: ~ από φελλό. Bιδωτό ~.
[λόγ. < αρχ. πῶμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωματίζω [pomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κλείνω κτ. με πώμα.
[λόγ. < ελνστ. πωματίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωμάτισμα το [pomátizma] Ο49 : 1. (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πωματίζω. 2. (ιατρ.) έμφραξη με γάζα ή με βαμβάκι φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας του σώματος που αιμορραγεί.
[λόγ. πωματισ- (πωματίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωματισμός ο [pomatizmós] Ο17 : το πωμάτισμα
[λόγ. πωματισ- (πωματίζω) -μός]