Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πύρωση η [pírosi] Ο33 : (λόγ.) 1α. το πύρωμα. β. (τεχνολ.) θέρμανση πυρίμαχου υλικού σε θερμοκρασία υψηλή αλλά κατώτερη του σημείου τήξης: Aπλή / οξειδωτική ~. 2. (ιατρ.) το αίσθημα καψίματος, ιδίως στο στομάχι, που οφείλεται σε αυξημένη έκκριση γαστρικού υγρού· καούρα.
[λόγ. < ελνστ. πύρω(σις) -ση]